ἀντίστοιχος — ranged opposite in rows masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίστοιχος — η, ο (Α ἀντίστοιχος, ον) νεοελλ. αυτός που συνδέεται προς άλλον με σχέση ισότητας, ομοιότητας ή αναλογίας αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κάποιον 2. ίσος, όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + στοιχος < στοίχος… … Dictionary of Greek
ἀντιστοίχως — ἀντίστοιχος ranged opposite in rows adverbial ἀντίστοιχος ranged opposite in rows masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίστοιχον — ἀντίστοιχος ranged opposite in rows masc/fem acc sg ἀντίστοιχος ranged opposite in rows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστοίχοις — ἀντίστοιχος ranged opposite in rows masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστοίχου — ἀντίστοιχος ranged opposite in rows masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστοίχους — ἀντίστοιχος ranged opposite in rows masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστοίχων — ἀντίστοιχος ranged opposite in rows masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστοίχῳ — ἀντίστοιχος ranged opposite in rows masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίστοιχα — ἀντίστοιχος ranged opposite in rows neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)